προεμμηνορροϊκός

προεμμηνορροϊκός
-ή, -ό, Ν
ιατρ.
1. αυτός που εκδηλώνεται πριν από την εμμηνόρροια
2. φρ. «προεμμηνορροϊκό σύνδρομο» — σύνολο τών παθολογικών εκδηλώσεων που εμφανίζονται στη γυναίκα πριν από την εμμηνόρροια και που μεταξύ άλλων συνίστανται σε επώδυνη τάση τών μαστών, σε μετεωρισμό τής κοιλιάς, σε συμφόρηση τής λεκάνης, σε ημικρανίες, σε αστάθεια κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + εμμηνορροϊκός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”